- κανόνικας
- κανόνικας, ὁ (Μ)βλ. κανόνικος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κανονικάς — κανονικά̱ς , κανονικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CANONICORUM Coetus — cum ex primaeva institutione, nihil aliud, quam Collegia et Scholae fuerint, de Collegiorum origine ista hîc praelibauda duximus. Eam ab ovo exorsus arcessit Franc. Burmannus Orat. de Collegus, a diversissimo fratrum pari, Habele et Caino; Illô… … Hofmann J. Lexicon universale
DIMISSORIAE — Literae, quarum mentio in Canonibus Concil. Afric. can. 106. alibiqueve passim, ἀπολυτικαὶ Synodo Trullanae can. 17. erant, quas Clerici ab Epp. impetrabant, ut in alienam dioecesin transirent, in ea manerent, aut ab aliis Epp. ordinarentur. Vide … Hofmann J. Lexicon universale
διατύπωση — η (AM ις) [διατυπώ] έκφραση διανοήματος νεοελλ. μσν. συνήθως στον πληθ. διατυπώσεις τυπικές πράξεις που τηρούνται υποχρεωτικά για να ενισχύσουν το κύρος επιδιωκόμενου σκοπού («τελωνειακές διατυπώσεις») μσν. αρχ. 1. σχηματισμός, διαμόρφωση («ὅταν… … Dictionary of Greek
κανόνικος — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… … Dictionary of Greek